- ερίζω
- (AM ἐρίζω) [έριδα]1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.)2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαιανταγωνίζομαιμσν.προσπαθώ να μιμηθώ κάποιοναρχ.-μσν.συναγωνίζομαι, είμαι εφάμιλλος με κάποιοναρχ.1. μπορώ να αγωνιστώ, να έλθω σε άμιλλα με κάποιον2. (για σοφιστικές φιλονεικίες) συζητώ σοφιστικά με κάποιον και λογομαχώ, φιλονεικώ3. παθ. ἐρίζομαιορίζομαι ως αγώνισμα («ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται» — γίνονται αγώνες ταχύτητας ποδών, Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερίδ- (έρις, -ιδος) + επίθ. jωπρβλ. ελπίζω < *ελπίδ-jω].
Dictionary of Greek. 2013.